- βδομαδιάτικο
- το недельный заработок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βδομαδιάτικο — το η αμοιβή για την εργασία μίας βδομάδας: Δε μου φτάνει το βδομαδιάτικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(ε)βδομαδιάτικος — η, ο 1. εβδομαδιαίος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., (ε)βδομαδιάτικο μισθός μιας εβδομάδας (πρβλ. μηνιάτικο). βδομαδιάτικος η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη χρονική περίοδο μιας εβδομάδας, ο εβδομαδιαίος: Κάθε Τρίτη πρωί έχουμε τη βδομαδιάτικη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)